- καπόνι
- chapon
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Καπόνι, Τζίνο — (Gino Capponi, Φλωρεντία 1792 – 1876). Ιταλός φιλόλογος, ιστορικός και πολιτικός, ένας από τους κυριότερους παράγοντες της ιταλικής παλιγγενεσίας. Το μέγαρό του αποτελούσε εστία φιλελεύθερων ιδεών. Ταξίδεψε σε ολόκληρη την Ευρώπη και, μετά την… … Dictionary of Greek
καπόνι — Κοινή ονομασία ψαριών της οικογένειας των τριγλιδών, της ομοταξίας των ακτινοπτερυγίων, που απαντούν σε όλες τις εύκρατες και τροπικές θάλασσες. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός στηθικού πτερυγίου, το οποίο φέρει 2 ή 3 ακτίνες μεγεθυμένες… … Dictionary of Greek
καπόνι — το (λ. ιταλ.), ευνουχισμένος κόκορας: Τους κοκόρους τους κάνουνε καπόνια, για να παχύνουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπονάρω — και καπονιάρω [καπόνι] επωτίζω, κρεμώ από το καπόνι τού πλοίου … Dictionary of Greek
τριγλίδες — (Triglidae). Οικογένεια ψαριών της υποτάξης των σκορπαινοειδών, της τάξης των σκληροπαρειών. Περιλαμβάνει ψάρια με μεγάλο και τετράγωνο κεφάλι, τα πλάγια (μάγουλα) του οποίου είναι θωρακισμένα, καλύπτονται δηλαδή από στερεές οστέινες πλάκες. Το… … Dictionary of Greek
εξώκοιτος — ο (AM ἐξώκοιτος) ονομασία ψαριών που κάνουν άλματα έξω από τη θάλασσα (όπως το χελιδονόψαρο και το καπόνι) μσν. νεοελλ. (για μοναχό) αυτός που διανυκτερεύει έξω από τη μονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + κοίτ η (< κείμαι) με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας] … Dictionary of Greek
κάπονας — κάπονας, ὁ (Μ) [κάπων] καπόνι, ευνουχισμένος πετεινός … Dictionary of Greek
κάπων — κάπων, ωνος, ὁ (Α) το καπόνι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capo] … Dictionary of Greek
τρίγλη — και τρίγλα, η, ΝΜΑ, και ουδ. τριγλί, το, Ν, και τρῖγλα Α παλαιότερη λόγια ονομασία τού περκόμορφου ψαριού μπαρμπούνι, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια μουλλίδες («τὴν δὲ τρίγλην φησὶν Ἀριστοτέλης τρὶς… … Dictionary of Greek
εξωκοιτίδες — Οικογένεια ψαριών της τάξης των σκομβρεσοχιμόρφων. Πρόκειται για μικρά ψάρια, μήκους 20 30 εκ. Σε σύγκριση όμως με το μέγεθός τους έχουν πολύ μεγάλα στηθικά και ενίοτε πυελικά πτερύγια, με τα οποία πραγματοποιούν άλματα (200 300 μ.) έξω από το… … Dictionary of Greek
Μπροντζίνο — (il Bronzino, Μοντιτσέλι, Φλωρεντία 1503 – Φλωρεντία 1572).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Άνιολο ντι Κόζιμο Tόρι (Agnolo di Cosimo Tori). Ο Μ. οδήγησε στις τελικές συνέπειες αφαίρεσης τη ζωγραφική σύνθεση της τελευταίας περιόδου του… … Dictionary of Greek